- κατάλυσιν
- κατάλυσιςdissolutionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Latin archaïque — Prisca Latinitas Période République romaine Extinction Ier siècle av. J.‑C. (se perpétue dans le latin classique) Langues filles latin classique Parlée dans République romaine Rég … Wikipédia en Français
NINOS — urbs Asshriorum, quam condidit Ninus, Semiramidis maritus, in Assyria, Steph. Lucan. l. 3. v. 215. Et felix, sic fama Ninos. Πάλαι ποτὲ μεγάλη, καὶ εὐδαίμων teste Arrianô. Lucian. in Charonte: Ἡ Νίνος μὲν, ὦ πορθμεῦ, ἀπόλωλεν ἤδη καὶ οὐδὲ ἴχνος… … Hofmann J. Lexicon universale
PARADISUS — I. PARADISUS apud recentiores Scriptores, atrium est porticibus circumdatum ante aedes sacras. ex Graeco Παράδεισος, qui ab Hesychio definitur τόπος εν ᾧ παριπάτοι, locus porticibus et deambulatoriis circumdatus, Gallis vero Parvis. Hâc notione… … Hofmann J. Lexicon universale
μετανάστασις — μετανάστασις, ἡ (Α) [ματανίστημι] 1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.) 2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.) 3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσεπιλέγω — ΝΑ [ἐπιλέγω] νεοελλ. (μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι αρχ. 1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.) 2. μέσ … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek